Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τοῦ διηγήματος

См. также в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Πούσκιν, Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς — (Μόσχα 1799 – Πετρούπολη 1837). Pώσος συγγραφέας. Απόγονος, από την πλευρά του πατέρα του, παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας και, από την πλευρά της μητέρας του, του περίφημου αράπη του Μεγάλου Πέτρου (του Αβησσυνού Αννίβα, τον οποίο προστάτευσε …   Dictionary of Greek

  • Καραγάτσης, M — (Αθήνα 1908 – 1960). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Δημητρίου Ροδόπουλου. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, αλλά τελικά ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τη θεατρική κριτική, για να μπορέσει να αφοσιωθεί στη… …   Dictionary of Greek

  • Νικολαΐδης, Νίκος — (Λευκωσία 1884 – Κάιρο 1956). Κύπριος πεζογράφος. Ο N., θεωρείται κορυφαίος Κύπριος πεζογράφος και μια σημαντική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων. Τα πρώτα χρόνια του έζησε με στερήσεις. Φύση ωστόσο ανήσυχη, ξεκίνησε το 1908 από το νησί του για… …   Dictionary of Greek

  • Μπιέλι, Αντρέι — (Μόσχα 1880 – 1934). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Μπόρις Νικολάγεβιτς Μπουγκάεφ. Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της κίνησης του συμβολισμού και του εμπειρισμού στη ρωσική λογοτεχνία. Σπούδασε φυσικές… …   Dictionary of Greek

  • Γιάντσαρ, Ντράγκο — (Drago Yancar, Μάριμπορ 1948 –). Σλοβένος νομικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά, άσκησε όμως κυρίως τη δημοσιογραφία, συνεργαζόμενος με μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες της πατρίδας του. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»